πλαστογραφία — πλαστογραφίᾱ , πλαστογραφία forgery fem nom/voc/acc dual πλαστογραφίᾱ , πλαστογραφία forgery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστογραφία — Η κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, με σκοπό την παραπλάνηση άλλου προσώπου όσον αφορά ένα γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και η εν γνώσει χρησιμοποίηση πλαστού ή νόθευση εγγράφου. Η π. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα … Dictionary of Greek
πλαστογραφίας — πλαστογραφίᾱς , πλαστογραφία forgery fem acc pl πλαστογραφίᾱς , πλαστογραφία forgery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστογραφίαι — πλαστογραφίᾱͅ , πλαστογραφία forgery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστογραφίαν — πλαστογραφίᾱν , πλαστογραφία forgery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστογραφίαις — πλαστογραφία forgery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
απομίμηση — η (AM ἀπομίμησις) τέλεια μίμηση νεοελλ. 1. αντιγραφή πρωτοτύπου, κατασκευή ομοιώματος 2. παραποίηση με σκοπό την εξαπάτηση, πλαστογραφία, παραχάραξη 3. συνεκδ. αντίγραφο, πανομοιότυπο … Dictionary of Greek
ευδογραφία — ἡ, ΜΑ [ψευδογράφος] μσν. πλαστογραφία αρχ. 1. εσφαλμένη χάραξη γραμμής ή σχήματος 2. ψευδής περιγραφή … Dictionary of Greek