πλαστογραφία

πλαστογραφία
η
1. απομίμηση ξένης γραφής με δόλιο σκοπό: Η πλαστογραφία είναι ποινικό αδίκημα.
2. κατασκευή ψεύτικου εγγράφου, παραποίηση.
3. νόθευση, διαστροφή της αλήθειας: Για λόγους πολιτικής εκμετάλλευσης γίνεται πολλές φορές και πλαστογραφία σε βάρος της ιστορικής αλήθειας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλαστογραφία — πλαστογραφίᾱ , πλαστογραφία forgery fem nom/voc/acc dual πλαστογραφίᾱ , πλαστογραφία forgery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστογραφία — Η κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, με σκοπό την παραπλάνηση άλλου προσώπου όσον αφορά ένα γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και η εν γνώσει χρησιμοποίηση πλαστού ή νόθευση εγγράφου. Η π. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα …   Dictionary of Greek

  • πλαστογραφίας — πλαστογραφίᾱς , πλαστογραφία forgery fem acc pl πλαστογραφίᾱς , πλαστογραφία forgery fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστογραφίαι — πλαστογραφίᾱͅ , πλαστογραφία forgery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστογραφίαν — πλαστογραφίᾱν , πλαστογραφία forgery fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστογραφίαις — πλαστογραφία forgery fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • απομίμηση — η (AM ἀπομίμησις) τέλεια μίμηση νεοελλ. 1. αντιγραφή πρωτοτύπου, κατασκευή ομοιώματος 2. παραποίηση με σκοπό την εξαπάτηση, πλαστογραφία, παραχάραξη 3. συνεκδ. αντίγραφο, πανομοιότυπο …   Dictionary of Greek

  • ευδογραφία — ἡ, ΜΑ [ψευδογράφος] μσν. πλαστογραφία αρχ. 1. εσφαλμένη χάραξη γραμμής ή σχήματος 2. ψευδής περιγραφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”